ομορφοκάμωτος

ομορφοκάμωτος
και ομορφοκαμωμένος, -η, -ο
αυτός που είναι φτειαγμένος όμορφα ομορφοφτειαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ομορφοκάμωτος < όμορφα + καμωτός (< κάμνω), πρβλ. καλο-κάμωτος. Ο τ. ομορφοκαμωμένος < όμορφα + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού κάμνω (πρβλ. καλο-καμωμένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευμορφοκαμωμένος — η, ο και ομορφοκαμωμένος (Μ εὐμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκάμωτος, η, ο) 1. ωραίος στο σώμα και στη μορφή 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος με τέχνη, με επιτυχία, καλοφτιαγμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”