- ομορφοκάμωτος
- και ομορφοκαμωμένος, -η, -οαυτός που είναι φτειαγμένος όμορφα ομορφοφτειαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ομορφοκάμωτος < όμορφα + καμωτός (< κάμνω), πρβλ. καλο-κάμωτος. Ο τ. ομορφοκαμωμένος < όμορφα + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού κάμνω (πρβλ. καλο-καμωμένος)].
Dictionary of Greek. 2013.